- κατόρθωσα
- κατορθόωset uprightaor ind act 1st sg (homeric ionic)κατορθόωset uprightaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατορθωσάσης — κατορθωσά̱σης , κατορθόω set upright aor part act fem gen sg (attic epic ionic) κατορθωσά̱σης , κατορθόω set upright aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώσας — κατορθώσᾱς , κατορθόω set upright aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κατορθώσᾱς , κατορθόω set upright aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώσασα — κατορθώσᾱσα , κατορθόω set upright aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) κατορθώσᾱσα , κατορθόω set upright aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώσασαι — κατορθώσᾱσαι , κατορθόω set upright aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) κατορθώσᾱσαι , κατορθόω set upright aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώσασαν — κατορθώσᾱσαν , κατορθόω set upright aor part act fem acc sg (attic epic ionic) κατορθώσᾱσαν , κατορθόω set upright aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώσασι — κατορθώσᾱσι , κατορθόω set upright aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) κατορθώσᾱσι , κατορθόω set upright aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώσασιν — κατορθώσᾱσιν , κατορθόω set upright aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) κατορθώσᾱσιν , κατορθόω set upright aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώνω — κατόρθωσα, κατορθώθηκα, κατορθωμένος, φέρω σε πέρας, πραγματοποιώ, καταφέρνω: Κατόρθωσε να περάσει τις εξετάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Greek Junta Trials — The Greek Junta Trials ( el. Οι Δίκες της Χούντας translated as: The Τrials of the Junta) were the trials involving members of the military junta which ruled Greece from 21 April 1967 to 23 July 1974. These trials involved the instigators of the… … Wikipedia
κανονίζω — (AM κανονίζω) [κανών] 1. ρυθμίζω, διευθετώ κάτι βάσει ορισμένου κανόνα, δηλ. υποδείγματος, μοντέλου, προτύπου, τακτοποιώ, ρυθμίζω 2. επιβάλλω ορισμένους κανόνες σε κάτι νεοελλ. 1. καθορίζω κάτι επακριβώς, με λεπτομέρειες («κανονίζω το πρόγραμμα… … Dictionary of Greek